- οψωνώ
- ὀψωνῶ, -έω (Α) [οψώνης]1. αγοράζω τα αναγκαία προσφάγια, ιδίως ψάρια2. (γενικά) προμηθεύομαι τρόφιμα, ψωνίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οψωνήτρια — η ναυτ. μικρή βάρκα τού πολεμικού ναυτικού με την οποία μεταφέρονται στο πλοίο τα τρόφιμα που αγοράστηκαν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀψωνῶ + επίθημα τρια] … Dictionary of Greek
οψωνητής — ὀψωνητής, ὁ (ΑΜ) [οψωνώ] οψώνης* … Dictionary of Greek
παροψωνώ — έω, Α [οψωνώ] αγοράζω παροψωνήματα, εκλεκτά εδέσματα, λιχουδιές … Dictionary of Greek
προσοψωνώ — έω, Α [ὀψωνῶ] αναφέρω ένα ακόμη έδεσμα σε αυτά που ήδη έχουν αναφερθεί … Dictionary of Greek
υπεροψωνώ — έω, Α προσφέρω μεγαλύτερη τιμή στην αγορά τών τροφίμων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ὀψωνῶ «αγοράζω, ψωνίζω»] … Dictionary of Greek
υποψωνώ — έω, Α κλέβω, γελώ κάποιον στο ψώνισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ὀψωνῶ «ψωνίζω»] … Dictionary of Greek